ἀσπαστικόν

ἀσπαστικόν
ἀσπαστικός
friendly
masc acc sg
ἀσπαστικός
friendly
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πύρινος — (I) η, ο / πύρινος, η, ον, ΝΜΑ [πῡρ] αυτός που αποτελείται από φωτιά, αυτός που καίει, ο διάπυρος («πύρινα ἄστρα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. ένθερμος, διακαής («πύρινος έρωτας») αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύρινον το φυτό πύρεθρο 2. φρ. α) «πύρινον… …   Dictionary of Greek

  • ՈՂՋՈՒՆԱՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0514 Chronological Sequence: Unknown date գ. ἁσπαστικόν salutatorium. Տեղի յայգորելի յեպիսկոպոսարանի. դարպաս արտաքոյ տաճարի՝ վասն ընդունելոյ զեկեալս յողջոյն առաջնորդին. *Զկնի ժողովոյն մտեալ յողջունարանն՝ հրամայեաց ոչ զոք թողուլ ի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”